- νανώδης
- νανώδηςdwarfishmasc/fem acc pl (attic epic doric)νανώδηςdwarfishmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)νανώδηςdwarfishmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νανώδης — ες (Α νανώδης, ῶδες) [νάνος] αυτός που μοιάζει με νάνο, ο εξαιρετικά μικρόσωμος … Dictionary of Greek
νανωδέστερον — νανώδης dwarfish adverbial comp νανώδης dwarfish masc acc comp sg νανώδης dwarfish neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νανώδει — νανώδης dwarfish masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) νανώδης dwarfish masc/fem/neut dat sg νανώδεϊ , νανώδης dwarfish dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νανώδη — νανώδης dwarfish neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νανώδης dwarfish masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νανώδης dwarfish masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νανῶδες — νανώδης dwarfish masc/fem voc sg νανώδης dwarfish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νανώδεις — νανώδης dwarfish masc/fem acc pl νανώδης dwarfish masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νανώδεσι — νανώδης dwarfish masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
νάνος — Μυθολογικό ον. Είναι γνωστό στη μυθολογία λαών της Ευρώπης ως oν πολύ μικρού αναστήματος, ηλικιωμένο και με γενειάδα, δύσμορφο, με χοντρό κεφάλι και μεγάλο στόμα, πόδια δυσανάλογα και στραβά. * * * και νάννος, ο (Α νᾱνος) άνθρωπος εξαιρετικά… … Dictionary of Greek
ούλεξ — (ulex). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των ψυχανθών ή πιπιλιονικών, της τάξης των χεδρωπών ή χεγκουμινωδών, με περίπου 20 είδη, που ζουν στη δυτική Ευρώπη και στη βόρεια Αφρική. Είναι θάμνοι αγκαθωτοί με φύλλα λεπιοειδή εκτός στη βάση. Τα άνθη … Dictionary of Greek